ξυλαράκι

ξυλαράκι
το
ξυλάκι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Liste Swadesh Du Grec Moderne — Liste Swadesh de 207 mots en français et en grec moderne. Sommaire 1 Présentation 2 Liste 3 Voir aussi 3.1 Bibliographie …   Wikipédia en Français

  • Liste Swadesh du grec moderne — Liste Swadesh de 207 mots en français et en grec moderne. Sommaire 1 Présentation 2 Liste 3 Voir aussi 3.1 Bibliographie …   Wikipédia en Français

  • Liste swadesh du grec moderne — Liste Swadesh de 207 mots en français et en grec moderne. Sommaire 1 Présentation 2 Liste 3 Voir aussi 3.1 Bibliographie …   Wikipédia en Français

  • κάρφος — το (AM κάρφος) [κάρφω] 1. ξερό χόρτο, άχυρο («ὄρνιθας δὲ λέγουσι μεγάλας φορέειν ταῡτα τὰ κάρφεα», Ηρόδ.) 2. ξερό κλαδί νεοελλ. φρ. «είναι κάρφος οφθαλμών» i) είναι αντικείμενο φθόνου ii) (για τέχνη) τερατούργημα (μσν. αρχ.) παροιμ. «οὐδὲ κάρφος… …   Dictionary of Greek

  • ξυλήφιον — ξυλήφιον, τὸ (ΑΜ, Μ και ξυλάφιον) μικρό τεμάχιο ξύλου, ξυλαράκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + υποκορ. κατάλ. άφιον / ήφιον (πρβλ. ξυρ άφιον)] …   Dictionary of Greek

  • ξύλο — Φυτικός ιστός, που σχηματίζει, στον βλαστό και στις ρίζες των φυτών, το ξυλώδες αγγειακό τμήμα των ηθμαγγειωδών δεσμίδων, ή σύστημα των αγωγών αγγείων· με το σύστημα αυτό μεταφέρεται και κυκλοφορεί ο ακατέργαστος χυμός, δηλαδή το νερό και οι… …   Dictionary of Greek

  • οδοντογλυφίδα — η (Α ὀδοντογλυφίς) επίμηκες λεπτό και αιχμηρό στέλεχος, συν. ξύλινο, για τον καθαρισμό τών δοντιών από τα υπολείμματα τών τροφών νεοελλ. μτφ. (για πρόσ.) πολύ λεπτός σαν ξυλαράκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδούς, ὀδόντος + γλυφίς, ίδος (πρβλ. ωτο γλυφίς)] …   Dictionary of Greek

  • σκαρφάκι — το, Ν βοτ. είδος ποώδους μονοετούς φυτού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάρφος «ξερό κλαρί, ξυλαράκι»] …   Dictionary of Greek

  • σκαρφίον — τὸ, Μ κομμάτι ή ακίδα από σανίδα που χρησιμοποιείται αντί για κλήρο («ῥίπτουσι δὲ καὶ σκαρφία περὶ τῶν πετεινών, εἴτε καὶ φαγεῑν εἴτε καὶ σφάξαι αὐτοὺς καὶ ζῶντας ἐάσειν», Κ. Πορφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κάρφος «ξερό χόρτο, ξυλαράκι» (< ρίζα… …   Dictionary of Greek

  • τσάκνο — το, Ν 1. ξερό χορτάρι ή ξερό κλαδί, ξερόκλαδο 2. κομματάκι ξύλου, ξυλαράκι 3. (μτφ. διαλ.) αδύνατο, ισχνό άτομο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσακ ίζω, μέσω ενός τ. *τσάκ ανο (< θ. τσακ + επίθημα ανο, πρβλ. έδρ ανο) με συγκοπή τού α . Κατ άλλη άποψη, η λ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”